αγιομνήσι

αγιομνήσι
το (Μ ἁγιομνήσιον)
νεοελλ.
1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια
2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι
μσν.
άγια, ιερή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγιομνήσι — το θρησκευτικό πανηγύρι σε ξωκλήσι στη μνήμη αγίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”